- θωκονδε
- θῶκόνδεθῶκόν-δεadv. на заседание
θ. καθίζανον Hom. — они собрались на совещание
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
θ. καθίζανον Hom. — они собрались на совещание
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
θῶκονδε — θᾶκος seat indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθιζάνω — (Α καθιζάνω, αιολ. τ. κατισδάνω) νεοελλ. 1. γεωλ. (για εδάφη) υποχωρώ προς τα κάτω, υφίσταμαι καθίζηση, καθίζω, κατολισθαίνω, βουλιάζω 2. (για ουσίες διαλυμένες σε υγρό) κατακαθίζω, κατέρχομαι στον πυθμένα ως ίζημα αρχ. κάθομαι, καθίζω («οἱ δὲ… … Dictionary of Greek